Τον Μάρτιο του 1992, η Ελλάδα αποχαιρέτησε έναν από τους σπουδαιότερους λαϊκούς μουσικούς της. Ο Γιώργος Ζαμπέτας έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στο ελληνικό πεντάγραμμο.
Ξεχωριστός, αυθεντικός και γεμάτος ζωντάνια, ο Ζαμπέτας συνδύαζε μοναδικά την τέχνη του μπουζουκιού με το πηγαίο χιούμορ και τη λαϊκή σοφία. Υπήρξε ένα αληθινό σύμβολο μιας Ελλάδας που γλεντούσε τις χαρές της ζωής και αντιμετώπιζε τις δυσκολίες με χαμόγελο.
Για πολλούς, ήταν κάτι παραπάνω από ένας καλλιτέχνης. Ο Δημήτρης Μητροπάνος τον αποκαλούσε «δεύτερο πατέρα», ο Μάνος Χατζιδάκις εκθείαζε το μουσικό του ταλέντο, ενώ ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν πιστός θαυμαστής του. Ο ίδιος ο Ζαμπέτας θυμόταν πως ο μεγιστάνας συχνά τον επισκεπτόταν στα μαγαζιά όπου έπαιζε, μαγεμένος από τις νότες του μπουζουκιού του. «Εσύ κι εγώ βγάλαμε τα λεφτά μας από υπερωρίες», του είπε κάποτε ο Ωνάσης, εκφράζοντας τον σεβασμό του για τη δουλειά και το πάθος του.
Ο Ζαμπέτας ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τη ζωή και τη σκηνή. Δεν ήταν απλώς ένας δεξιοτέχνης του μπουζουκιού αλλά και ένας χαρισματικός περφόρμερ που μπορούσε να μετατρέψει κάθε του εμφάνιση σε μια αξέχαστη εμπειρία. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τον κατέτασσε ανάμεσα στους κορυφαίους του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού, ενώ τόνιζε πως αν είχε γεννηθεί στην Αμερική, θα ήταν παγκόσμιος σταρ.
Μεγαλωμένος σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, ο Ζαμπέτας απέκτησε από μικρός επαφή με τη μουσική. Στο κουρείο του πατέρα του, όπου υπήρχε πάντα ένα μπουζούκι κρεμασμένο στον τοίχο, ξεκίνησε να πειραματίζεται με τις πρώτες του μελωδίες. Το ταλέντο του ήταν φανερό από νωρίς, και σε ηλικία μόλις 7 ετών κέρδισε το πρώτο του μουσικό βραβείο. Η συνάντησή του με τον Βασίλη Τσιτσάνη στα 13 του χρόνια ήταν καθοριστική για την πορεία του.
Το 1940, η οικογένειά του μετακόμισε στο Αιγάλεω, μια γειτονιά που θα σημαδέψει την ταυτότητά του. Ο ίδιος την αποκαλούσε «Αιγάλεω Σίτι» και ένιωθε βαθιά δεμένος μαζί της. Για τον Ζαμπέτα, το Αιγάλεω ήταν το σπίτι του, η γειτονιά όπου κάθε γωνιά και κάθε άνθρωπος ήταν κομμάτι της ζωής του.
Η καριέρα του εκτοξεύθηκε τη δεκαετία του 1950, με το πρώτο του ηχογραφημένο τραγούδι να γίνεται επιτυχία. Από τότε, συνεργάστηκε με κορυφαίους συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος και ο Πλέσσας. Το μπουζούκι του ακουγόταν σε εκατοντάδες τραγούδια και ελληνικές ταινίες, ενώ οι ζωντανές εμφανίσεις του αποτελούσαν πόλο έλξης για το κοινό.
Ο Ζαμπέτας ήταν γνωστός για το καυστικό του χιούμορ και τη διορατικότητά του. Έλεγε συχνά ότι το γέλιο και η πλάκα ήταν ο τρόπος του να μιλά για τις δυσκολίες της ζωής, να σατιρίζει την κοινωνία και να περνά μηνύματα μέσα από τη μουσική του.
Η σχέση του με τον Μάνο Χατζιδάκι ήταν ιδιαίτερη. Μια χαρακτηριστική ιστορία λέει πως όταν ο Χατζιδάκις του ζήτησε να μην παίξει σε ένα συγκεκριμένο μουσικό κομμάτι, ο Ζαμπέτας πρόσθεσε μια πενιά λέγοντας: «Δεν παίζω, Μανώλη, σχολιάζω!»
Ο Ζαμπέτας, πέρα από το ταλέντο του, είχε και μεγάλη καρδιά. Όταν ένας Σέρβος τραγουδιστής είχε κλέψει ένα τραγούδι του και το είχε παρουσιάσει ως δικό του, αντί να απαιτήσει αποζημίωση, ο Ζαμπέτας του συγχώρεσε το λάθος και μάλιστα έγινε νονός του παιδιού του.
Οι επιτυχίες του διαδέχονταν η μία την άλλη, όμως η καριέρα του δεν ήταν πάντα εύκολη. Αντιμετώπισε απορρίψεις, ακόμα και από μεγάλους καλλιτέχνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τραγούδι «Σταλιά Σταλιά», το οποίο είχε γράψει για την Αλίκη Βουγιουκλάκη, αλλά εκείνη δεν το ήθελε. Τελικά, το τραγούδησε η Μαρινέλλα και έγινε τεράστια επιτυχία.
Με τα χρόνια, η υγεία του άρχισε να επιβαρύνεται, και λίγοι ήταν αυτοί που στάθηκαν δίπλα του στις δύσκολες στιγμές. Το 1992, ο Γιώργος Ζαμπέτας διαγνώστηκε με προχωρημένο καρκίνο. Στις 10 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς, έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας ανεξίτηλο το σημάδι του στη λαϊκή μουσική.
Το μπουζούκι του συνεχίζει να ζει μέσα από τις μελωδίες του, θυμίζοντάς μας έναν καλλιτέχνη που έδωσε ψυχή και πάθος στη μουσική του. Ο Ζαμπέτας δεν ήταν απλά ένας μουσικός, αλλά μια ζωντανή ιστορία της Ελλάδας, ένας άνθρωπος που έκανε την τέχνη του τρόπο ζωής.