Όταν ο Elvis Presley εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο στούντιο, στη σκηνή, και κατ’ επέκταση στον κόσμο, το 1954 με την εκρηκτική του διασκευή του τραγουδιού «That’s All Right» του Arthur ‘Big Boy’ Crudup, έμοιαζε σαν κομήτης που είχε προσγειωθεί στη Γη. Ένας απεσταλμένος από το μέλλον, ή από κάποιο άλλο σύμπαν. Ένα ταλέντο υπερφυσικό.
Πολλοί πίστεψαν τότε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος, με το θεϊκό χάρισμα, τη σκηνική του δύναμη, τα εκκεντρικά ρούχα, το βαμμένο πρόσωπο και τα περίφημα λικνίσματα, θα ήταν αθάνατος. Κι όμως, ο χρόνος απέδειξε πως ακόμη και ο Βασιλιάς του Rock ‘n’ Roll υπάκουσε στο θνητό πεπρωμένο του. Αν και πλέον έχει περάσει περισσότερα χρόνια θαμμένος στο Γκρέισλαντ παρά ζωντανός, η λάμψη του παραμένει αναλλοίωτη. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς το 1954 ότι ο άνθρωπος που σημάδεψε τη μουσική θα ερχόταν η στιγμή που θα σταματούσε να τραγουδά.
Ακόμα κι όταν η φωνή του είχε χάσει την αρχική της δύναμη, ακόμα κι όταν η καλλιτεχνική του πορεία είχε στραγγαλιστεί από τις επιλογές του μάνατζέρ του, Συνταγματάρχη Tom Parker—που έβλεπε την τέχνη μόνο μέσα από το πρίσμα του χρήματος—ο Elvis συνέχισε να τραγουδά. Είτε στο πλαίσιο των ταινιών στις οποίες τον υποχρέωναν να πρωταγωνιστεί, είτε ιδιωτικά στο πιάνο του στο Graceland, περιστοιχισμένος από φίλους και συγγενείς που αποτελούσαν την περιβόητη «Μαφία του Μέμφις».
Μεγαλωμένος με τις διδαχές της Εκκλησίας, ο Elvis πάλευε μια ζωή να βρει τη θέση του ανάμεσα στην πίστη, τη φήμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Η επιθυμία του να στηρίζει όσους αγαπούσε συγκρουόταν με τη μοναξιά και την ανασφάλεια που τον βασάνιζαν. Ανάμεσα σε όλες τις μεταπτώσεις της ζωής του, υπήρχε μία μόνο σταθερά: το τραγούδι.
Όπως είπε ο ίδιος παραλαμβάνοντας βραβείο το 1971 από τους Jaycees, “χωρίς ένα τραγούδι, η μέρα δεν τελειώνει∙ χωρίς ένα τραγούδι, ο άνθρωπος δεν έχει φίλο∙ χωρίς ένα τραγούδι, ο δρόμος δε στρίβει ποτέ—γι’ αυτό συνεχίζω να τραγουδώ”.
Κι έτσι έκανε. Επιστρέφοντας θριαμβευτικά στις ζωντανές εμφανίσεις το 1969, έδωσε σχεδόν 1.100 συναυλίες μέχρι το τέλος, συχνά δύο την ημέρα. Για εκείνον, το τραγούδι ήταν τόσο ανάγκη ψυχής όσο και προσφορά στο κοινό του.
Τραγουδούσε πάντοτε, ακόμα και στις πιο απλές, οικείες στιγμές. Κι ήταν μια τέτοια νύχτα στο Graceland που ο Elvis τραγούδησε για τελευταία φορά. Ήταν 16 Αυγούστου 1977, ξημερώματα. Τηλεφώνησε στον ξάδερφό του Billy Smith και τη σύζυγό του Jo για να περάσουν λίγο χρόνο μαζί με τον ίδιο και την τότε σύντροφό του, Ginger Alden.
Έπαιξαν ρακέτες και μετά ο Elvis κάθισε στο πιάνο. Τραγούδησε δυο κομμάτια: πρώτα το «Unchained Melody» και ύστερα το «Blue Eyes Crying in the Rain». Το δεύτερο, ένα τραγούδι που αγαπούσε και έπαιζε μόνος του για χρόνια, έγινε τελικά το τελευταίο που τραγούδησε ποτέ.
Κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο αληθινά θα αποδεικνύονταν τα λόγια του τραγουδιού: “όταν φιληθήκαμε για τελευταία φορά και αποχαιρετιστήκαμε, ήξερα πως δε θα ξαναβρεθούμε”. Ο Elvis έφυγε λίγες ώρες αργότερα από καρδιακή προσβολή. Ήταν μόλις 42 ετών.
Στο φυσικό κόσμο, έμεινε μόνο η ανάμνησή του. Μα σε εκείνο τον τόπο όπου δεν υπάρχουν αποχωρισμοί, η φωνή του συνεχίζει να ηχεί αιώνια.