Η Νίνα Σιμόν δεν ήταν απλώς μια σπουδαία τραγουδίστρια και πιανίστα – ήταν μια ερμηνεύτρια που έβγαζε την ψυχή της στη σκηνή. Από τα πρώτα της βήματα σε μικρά τζαζ κλαμπ μέχρι τις θρυλικές της εμφανίσεις στο Montreux Jazz Festival, κάθε της live ήταν μια συναισθηματική αποκάλυψη. Και κάποιες φορές, η ένταση αυτή ήταν τόσο δυνατή που την κατέβαλε σωματικά και ψυχικά. Όπως δήλωσε η ίδια, της πήρε «πέντε χρόνια να συνέλθει» από μια ερμηνεία.
Γεννημένη με κλασική μουσική παιδεία, η Σιμόν δεν επιδίωξε ποτέ να γίνει mainstream. Κι όμως, μέσα από την τζαζ, το R&B και τη soul, κατάφερε όχι μόνο να αποκτήσει φήμη, αλλά να μετατρέψει τη μουσική της σε εργαλείο κοινωνικής αλλαγής. Τραγούδια όπως τα Four Women, Young, Gifted, and Black και Mississippi Goddam δεν ήταν απλώς καλλιτεχνικά έργα – ήταν πολιτικές δηλώσεις, ύμνοι για τα δικαιώματα των μαύρων Αμερικανών.
Αυτή η βαθιά σύνδεση με το υλικό της όμως είχε και κόστος. Σε μια συνέντευξη του 1968, η Σιμόν εξήγησε πως το να τραγουδά ένα κομμάτι τόσο φορτισμένο συναισθηματικά, όπως το blues κλασικό Goin’ Down Slow, θα την άφηνε εξουθενωμένη για εβδομάδες. «Δεν θα μπορούσες να ζήσεις μαζί μου», παραδέχτηκε χαρακτηριστικά.
Αλλά η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν το Pirate Jenny, τραγούδι από την Όπερα της Πεντάρας των Μπρεχτ και Βάιλ. Στα χέρια της Σιμόν, η ιστορία της καταπιεσμένης γυναίκας που ονειρεύεται εκδίκηση μετατράπηκε σε οργισμένο ξέσπασμα υπέρ των μαύρων και των κατατρεγμένων. Η ερμηνεία της στο Carnegie Hall το 1964 παραμένει συγκλονιστική – τόσο έντονη, που η ίδια είπε πως της πήρε «πέντε χρόνια για να συνέλθει».
Ίσως ήταν υπερβολική – ήταν γνωστή για τον σαρκασμό της. Αλλά όσοι ακούν ακόμα σήμερα εκείνη την ερμηνεία, μπορούν να νιώσουν την υπερπροσπάθεια, την οργή, τη λύπη, την ελπίδα. Μια γυναίκα μόνη της απέναντι στον κόσμο, με μόνα της όπλα το πιάνο και τη φωνή της. Έτσι έγραψε ιστορία η Νίνα Σιμόν.