Ο David Bowie δούλευε κρυφά πάνω σε ένα musical για το Λονδίνο του 18ου αιώνα. Ανακαλύψτε τις άγνωστες σημειώσεις του και τη φαντασία πίσω από το The Spectator
Ο David Bowie υπήρξε μια από τις πιο εκρηκτικές και δημιουργικές μορφές της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Ο χαμαιλέων της pop κουλτούρας, που κατάφερε να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του δεκάδες φορές μέσα στις δεκαετίες, δεν σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται με νέες μορφές τέχνης. Αυτό αποδεικνύεται για ακόμη μία φορά μέσα από μια ανακάλυψη που ήρθε στο φως χρόνια μετά τον θάνατό του, αποκαλύπτοντας ότι στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Bowie εργαζόταν κρυφά σε ένα μουσικό έργο εμπνευσμένο από το Λονδίνο του 18ου αιώνα.
Η πληροφορία αυτή ήρθε στη δημοσιότητα έπειτα από την εύρεση σημειώσεων που ήταν κλειδωμένες στο προσωπικό του γραφείο στη Νέα Υόρκη. Τα χειρόγραφα, που έμειναν μυστικά ακόμη και από τους πιο στενούς του συνεργάτες, φανέρωσαν ότι ο Bowie είχε ξεκινήσει να στήνει μια θεατρική παραγωγή με τίτλο The Spectator. Η επιλογή του τίτλου δεν ήταν τυχαία, καθώς παραπέμπει σε ένα διάσημο περιοδικό που κυκλοφορούσε το 1711–1712 και άφησε ανεξίτηλο στίγμα στην εποχή του.
📌 Διαβάστε Eπίσης: Gary Oldman: «Ο κόσμος χάθηκε» από τη μέρα που πέθανε ο David Bowie
Οι σημειώσεις του Bowie δείχνουν ότι είχε ήδη αρχίσει να σχεδιάζει χαρακτήρες, σκηνές και θεματικές που θα έδιναν ζωή στο έργο. Στο επίκεντρο βρισκόταν η φιγούρα του διαβόητου κακοποιού Jack Sheppard, ενός λαϊκού ήρωα γνωστού για τις αποδράσεις του από τις φυλακές. Αντίπαλός του θα ήταν ο Jonathan Wild, ισχυρή μορφή του υποκόσμου της εποχής, που οδήγησε τον Sheppard στην εκτέλεση. Η ιστορία έμοιαζε να μπλέκει πραγματικά γεγονότα με μυθοπλασία, ένα μείγμα που πάντοτε γοήτευε τον Bowie και τον ενέπνεε να δημιουργεί έργα με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης.
Παράλληλα, στις σημειώσεις του καλλιτέχνη βρέθηκαν και ιδέες για δευτερεύουσες ιστορίες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως υποπλοκές. Ανάμεσά τους, μια αφήγηση που αντλούσε έμπνευση από το ίδιο το περιοδικό The Spectator: μια ιστορία για μια όμορφη αλλά αλαζονική γυναίκα, την οποία εγκαταλείπει ο μνηστήρας της για την ταπεινή και καλοσυνάτη αδελφή της. Ο Bowie είχε μάλιστα καταγράψει μια κλίμακα αξιολόγησης των ιστοριών του περιοδικού, από το 1 έως το 10, σαν να δοκίμαζε να ξεχωρίσει ποιες θα είχαν μεγαλύτερο δραματουργικό ενδιαφέρον.
📌 Διαβάστε Eπίσης: Kate Moss: Αφηγείται τη δημιουργική μεταμόρφωση του David Bowie σε νέο podcast του BBC
Ένα άλλο στοιχείο που τράβηξε την προσοχή του Bowie ήταν οι κοινωνικές αναταραχές και οι βίαιες εκφάνσεις της εποχής. Στις σημειώσεις του γίνεται αναφορά στις ταραχές του Gordon το 1780, μια εξέγερση με θρησκευτικό υπόβαθρο που συγκλόνισε το Λονδίνο. Αναφέρεται επίσης στους Mohocks, μια συμμορία από νεαρούς αριστοκράτες που συνήθιζαν να μεθούν και να τρομοκρατούν τους κατοίκους της πόλης. Σε ένα από τα πιο σκοτεινά του οράματα, ο Bowie φανταζόταν μια σκηνή δημόσιας εκτέλεσης, ακολουθούμενη από γιατρούς που παλεύουν μεταξύ τους για τα σώματα των νεκρών. Το στοιχείο αυτό δείχνει τη διάθεσή του να εξερευνήσει όχι μόνο το δράμα αλλά και την ωμή βία της εποχής, αναδεικνύοντας το πώς η τέχνη μπορεί να καθρεφτίσει τις αντιφάσεις μιας κοινωνίας.
Ο Bowie είχε πάντα εμμονή με τις αντιθέσεις. Το Λονδίνο του 18ου αιώνα τού πρόσφερε το τέλειο σκηνικό για να εξερευνήσει την έννοια του καλού και του κακού, του υψηλού και του ταπεινού, της αρετής και της διαφθοράς. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Bob Harris από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η πόλη εκείνης της εποχής ήταν γεμάτη με τέτοιες αντιπαραθέσεις, στοιχείο που γοήτευε τόσο τους συγχρόνους όσο και, όπως φαίνεται, τον ίδιο τον Bowie.
📌 Διαβάστε Eπίσης: Angelheaded Hipster: Το ντοκιμαντέρ που αποκαλύπτει την ιδιαίτερη σχέση David Bowie και Marc Bolan
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι ο Bowie δεν περιοριζόταν μόνο στο να στήσει μια ιστορία· ήθελε το έργο του να σχολιάζει την ίδια τη μορφή του μουσικού θεάτρου. Στον 18ο αιώνα, τα μουσικά έργα συχνά λειτουργούσαν ως όχημα πολιτικής σάτιρας. Η Madeleine Haddon, επιμελήτρια στο Μουσείο Victoria and Albert, υπογράμμισε ότι ο Bowie φαίνεται να αναρωτιόταν για τον ρόλο των καλλιτεχνών σε εκείνη την περίοδο και πώς αυτοί χρησιμοποιούσαν το θέατρο για να σατιρίσουν την κοινωνία. Αυτό πιθανότατα αντανακλούσε και τους δικούς του προβληματισμούς για τη σύγχρονη εποχή, καθώς οι σημειώσεις του χρονολογούνται στο 2015, μια χρονιά με έντονες πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ανακάλυψη των σημειώσεων έγινε μόνο όταν οι αρχειονόμοι ξεκίνησαν να καταλογογραφούν ολόκληρη την κληρονομιά του Bowie. Το δωμάτιο όπου βρίσκονταν ήταν κλειδωμένο και είχε πρόσβαση μόνο ο ίδιος και η προσωπική του βοηθός. Έτσι, το υλικό έμεινε ανέγγιχτο μέχρι να ανοιχθεί μετά τον θάνατό του. Τα έγγραφα αυτά δωρήθηκαν στο Μουσείο Victoria and Albert, το οποίο το 2023 απέκτησε και το υπόλοιπο τεράστιο αρχείο του καλλιτέχνη. Από τις 13 Σεπτεμβρίου, οι επισκέπτες θα μπορούν να τα δουν στο νέο David Bowie Centre στο V&A East Storehouse στο Λονδίνο.
Η επιλογή του Bowie να αφιερωθεί σε ένα μιούζικαλ τους τελευταίους μήνες της ζωής του δεν ήταν τυχαία. Από τις αρχές της καριέρας του είχε δηλώσει ότι τον ενδιέφερε το θέατρο όσο και η μουσική. Σε συνέντευξή του στο BBC Radio 4 το 2002 είχε πει πως η πρώτη του φιλοδοξία ήταν να γράφει για τη σκηνή. Το πάθος αυτό κορυφώθηκε με το έργο Lazarus, που έκανε πρεμιέρα στο Off-Broadway τον Νοέμβριο του 2015 και αποτέλεσε μια συγκλονιστική καλλιτεχνική παρακαταθήκη, συνδυάζοντας τραγούδια από όλη την καριέρα του με κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο, Blackstar.
Αν και το The Spectator έμεινε ανολοκλήρωτο, η ύπαρξή του φωτίζει μια άγνωστη πλευρά του Bowie: τον άνθρωπο που ακόμα και στο τέλος της ζωής του αναζητούσε νέους δρόμους, νέες μορφές έκφρασης και νέες προκλήσεις. Ο καλλιτέχνης που δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται, φαντάστηκε ένα έργο που θα συνέδεε την ιστορία, τη σάτιρα, την κοινωνική κριτική και τη μουσική, αφήνοντας στους θαυμαστές του ακόμα ένα μυστήριο για το τι θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει αν είχε λίγο περισσότερο χρόνο.