Στις 23 Δεκεμβρίου 1985, δύο νεαροί από τη Νεβάδα συγκλόνισαν τον κόσμο με μια τραγωδία που συνδέθηκε άδικα με τη heavy metal μουσική. Η υπόθεση “James Vance vs. Judas Priest” έμεινε στην ιστορία ως η δίκη που προσπάθησε να αποδείξει ότι η μουσική μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία — μια υπόθεση που άλλαξε για πάντα τη σχέση της κοινωνίας με το rock και την καλλιτεχνική ελευθερία
Στην πόλη Sparks της Νεβάδα, οι 18χρονος Raymond Belknap και 20χρονος James Vance έκαναν μια φρικτή συμφωνία αυτοκτονίας. Είχαν περάσει ώρες ακούγοντας επαναλαμβανόμενα το άλμπουμ Stained Class (1978) των Judas Priest, πίνοντας αλκοόλ και καπνίζοντας μαριχουάνα.
Αργότερα, πήγαν σε μια παιδική χαρά δίπλα σε εκκλησία. Ο Belknap αυτοπυροβολήθηκε και πέθανε ακαριαία, ενώ ο Vance επέζησε βαριά τραυματισμένος και με παραμορφωμένο πρόσωπο.
Οι δύο νέοι μεγάλωσαν μέσα σε δύσκολες οικογένειες, με προβλήματα αλκοολισμού, βίας και παραμέλησης. Ο Vance είχε προσπαθήσει πολλές φορές να φύγει από το σπίτι, ενώ ο Belknap είχε εκφράσει αυτοκτονικές και βίαιες τάσεις. Αντί όμως οι οικογένειές τους να αναζητήσουν τα βαθύτερα αίτια, στράφηκαν στη μουσική, κατηγορώντας το συγκρότημα για “ύπνωση” μέσω υποσυνείδητων μηνυμάτων.
Σε ένα γράμμα από το νοσοκομείο, ο Vance ισχυρίστηκε ότι «το αλκοόλ και η heavy metal μουσική, όπως αυτή των Judas Priest, μας οδήγησαν σε μια κατάσταση ύπνωσης». Το γράμμα αυτό έγινε η βάση της μήνυσης εναντίον των Judas Priest και της CBS Records.
Αρχικά, η αγωγή επικεντρώθηκε στους στίχους του τραγουδιού Heroes End, αλλά το δικαστήριο τους προστάτεψε μέσω του Πρώτου Τροποποιητικού. Ο δικηγόρος Ken McKenna τότε άλλαξε τακτική, υποστηρίζοντας ότι το τραγούδι Better by You, Better than Me περιείχε “ανάποδα ηχογραφημένα” μηνύματα με τη φράση «Do it» (“Κάν’ το”).
📌 Διαβάστε Επίσης: Sharon Osbourne: Γιατί δεν “έφυγε μαζί με τον Ozzy” όπως είχαν υποσχεθεί
Η δίκη ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1990 στο Ρίνο και διήρκεσε έξι εβδομάδες. Τα μέλη του συγκροτήματος, με επικεφαλής τον Rob Halford, υποχρεώθηκαν να σταματήσουν την περιοδεία τους για να υπερασπιστούν τη μουσική τους. Εκατοντάδες θαυμαστές συγκεντρώθηκαν έξω από το δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι οι κατηγορίες ήταν παράλογες.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ειδικοί ανέλυσαν το τραγούδι ανάποδα, αναζητώντας “κρυφά μηνύματα”. Ανάμεσά τους και ο γνωστός θεωρητικός της υποσυνείδητης διαφήμισης, Wilson Bryan Key, ο οποίος όμως αμφισβητήθηκε ως ψευδοεπιστήμονας. Ο δικαστής Jerry Whitehead τελικά αποφάσισε ότι δεν υπήρχε καμία απόδειξη ενοχής, χαρακτηρίζοντας τους “περίεργους ήχους” τυχαία μουσικά εφέ.
Η πιο παράξενη στιγμή της δίκης ήρθε όταν ο Halford, φορώντας κοστούμι αντί για το χαρακτηριστικό δερμάτινό του, κλήθηκε να τραγουδήσει στο δικαστήριο το Better by You, Better than Me. Ο ίδιος αργότερα είπε:
«Ένιωσα σαν να βρίσκομαι στη Disneyworld. Ο δικαστής μάλλον σκέφτηκε “τι κάνω εδώ;” — κανένα συγκρότημα δεν θα προσπαθούσε ποτέ να σκοτώσει τους θαυμαστές του».
📌 Διαβάστε Επίσης: Judas Priests – Rob Halford: «Ο Ozzy Osbourne ήταν πανευτυχής με το War Pigs» – Η τελευταία τους μουσική συνεργασία
Η απόφαση απάλλαξε τους Judas Priest, όμως η CBS πλήρωσε πρόστιμο 40.000 δολαρίων για καθυστερήσεις στην κατάθεση υλικού. Παρ’ όλο που οι κατηγορίες κατέρρευσαν, η υπόθεση άφησε μια βαριά σκιά πάνω από το heavy metal.
Ο ψυχολόγος Timothy E. Moore, που κατέθεσε υπέρ της μπάντας, χαρακτήρισε τη δίκη “επικίνδυνο προηγούμενο”, καθώς ενίσχυε την ιδέα ότι η μουσική μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για εγκληματικές πράξεις. Παράλληλα, ο Halford δήλωσε: «Ασχολούμαστε με τη μουσική για να δίνουμε χαρά, όχι για να οδηγούμε τους ανθρώπους στο θάνατο».
Η υπόθεση αποτυπώθηκε στο ντοκιμαντέρ Dream Deceivers: The Story Behind James Vance vs. Judas Priest (1991), όπου παρουσιάστηκαν οι οικογένειες των θυμάτων και το χαοτικό κοινωνικό τους περιβάλλον. Ο σκηνοθέτης David Van Taylor περιέγραψε τη δίκη ως “μια σύγκρουση ανάμεσα στη θρησκευτική υστερία και την καλλιτεχνική ελευθερία”.
Την ίδια περίοδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ζούσαν ένα κύμα λογοκρισίας στη μουσική. Το Parents Music Resource Center (PMRC), που είχε ιδρύσει η Tipper Gore, σύζυγος του τότε γερουσιαστή Al Gore, προώθησε την καθιέρωση της σήμανσης “Parental Advisory: Explicit Content” στα άλμπουμ, ύστερα από διαμαρτυρίες για “ανήθικους” στίχους σε τραγούδια των Prince, Madonna, Cyndi Lauper και Judas Priest.
Η υπόθεση James Vance vs. Judas Priest δεν ήταν μοναδική. Λίγο νωρίτερα, το 1985, ο Ozzy Osbourne είχε κατηγορηθεί για το τραγούδι Suicide Solution, που υποτίθεται πως ενθάρρυνε αυτοκτονίες. Και εκείνη η υπόθεση κατέληξε σε απαλλαγή, αλλά άφησε πίσω της έναν κοινωνικό πανικό για το heavy metal.
Η ιστορία των Judas Priest αποδεικνύει πόσο εύκολα η τέχνη μπορεί να μετατραπεί σε αποδιοπομπαίο τράγο μιας κοινωνίας που δεν θέλει να δει τα βαθύτερα προβλήματα. Η μουσική δεν “υπνωτίζει” κανέναν — απλώς αντανακλά τα συναισθήματα και τις αγωνίες μιας γενιάς.
📌 Διαβάστε Επίσης: Chris Rea: Από το “On the Beach” στο “Driving Home for Christmas” – Η ζωή ενός αυθεντικού τροβαδούρου
Ή, όπως είπε κάποτε ο Halford:
«Δεν τραγουδούν όλοι για την αγάπη. Κάποιοι τραγουδούν για τη μοναξιά, τον θυμό και την αλήθεια. Και αυτό είναι εξίσου αναγκαίο».