Από το “Hey Jude” στην ταράτσα της Apple, μέχρι το τέλος των περιοδειών με Queen και Stones
Ήταν εκεί όταν οι Beatles διαλύθηκαν. Ήταν παρούσα στο στούντιο του “Hey Jude”, στην ταράτσα της Apple όταν οι Beatles έπαιξαν ζωντανά για τελευταία φορά, στο σπίτι του George Harrison τη μέρα που ο Paul McCartney ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το συγκρότημα. Είχε ταξιδέψει με τους Led Zeppelin, τους Queen, τους Rolling Stones και τόσους άλλους. Αλλά η Chris O’Dell δεν ήταν απλώς παρατηρήτρια ή βοηθός. Ήταν η πρώτη γυναίκα που βρέθηκε δυναμικά στο προσκήνιο μιας ακραία ανδροκρατούμενης βιομηχανίας, κερδίζοντας τη θέση της με θάρρος, ψυχραιμία και αληθινή παρουσία.
Όλα ξεκίνησαν σχεδόν τυχαία, όταν το 1968, εργαζόμενη σε μια ραδιοφωνική εταιρεία στο Λος Άντζελες, γνώρισε τον Derek Taylor, υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων των Beatles. Της πρότεινε να μετακομίσει στο Λονδίνο και να δουλέψει για την Apple Corps – και εκείνη απλώς το έκανε. Σύντομα βρέθηκε δίπλα στον Paul McCartney, που συντόνιζε ακόμη και την τελευταία λεπτομέρεια στο γραφείο, αλλά και στο πλευρό όλων των μελών του συγκροτήματος σε κομβικές στιγμές. Όταν ο Paul ανακοίνωσε την αποχώρησή του, η O’Dell θυμάται να κατεβαίνει για πρωινό και να αντικρίζει πρωτοσέλιδα που έγραφαν «Ο Paul παραιτείται». Εκείνη τη μέρα, ο George Harrison απομονώθηκε στον κήπο και αργότερα, μαζί με τον John Lennon, περπάτησαν σιωπηλά για ώρες.
Μετά τη διάλυση των Beatles, η O’Dell δεν έφυγε από την τροχιά τους. Ήρθε πιο κοντά στον John Lennon στη φάση της σχέσης του με τη May Pang και θυμάται εκείνη την εποχή σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι στη Σάντα Μόνικα ως την πιο άμεση επαφή της με τον John. Με τον Ringo Starr είχε μια θυελλώδη και ερωτική σχέση, την οποία περιγράφει με αφοπλιστική ειλικρίνεια στα απομνημονεύματά της. Παρ’ όλα αυτά, η φιλία τους άντεξε στον χρόνο, με τον Ringo να είναι μέχρι σήμερα ο νονός του γιου της.
Με τον George Harrison την ένωσε ένα τραγούδι – κυριολεκτικά. Το “Miss O’Dell”, που έγραψε ο Harrison εμπνευσμένος από την απουσία της, την έκανε γνωστή σε όλο τον κόσμο. Όταν άκουγε το A-side του single, το “Give Me Love (Give Me Peace on Earth)”, ένιωθε ότι «περιστρέφεται σαν το B-side».
Στην πορεία, η O’Dell εργάστηκε με τους Rolling Stones κατά την ηχογράφηση του “Exile on Main St.” και βρέθηκε ακόμη και στο εξώφυλλο του δίσκου. Ο Keith Richards την είχε στείλει σε “αποστολές” που σήμερα θα έμοιαζαν σουρεαλιστικές – εκείνη την εποχή όμως, τις ονόμαζαν «καθήκοντα βοηθού». Η σχέση της με τον Mick Jagger είχε μια διάσταση παιχνιδιού αλλά και ουσίας. Χαριτολογούσε ότι το job description της θα έπρεπε να γράφει «να κοιμάμαι με τον Mick Jagger όταν το ζητάει», αλλά σήμερα τον περιγράφει με στοργή: «Ήταν σαν αδελφός μου».
Έγινε και η γυναίκα που ενέπνευσε την Joni Mitchell για το “Coyote”, όταν μπλέχτηκαν σε ένα ερωτικό τρίγωνο με τον συγγραφέα Sam Shepard. Τότε, η Mitchell έγραψε για τη «γυναίκα στο τέλος του διαδρόμου». Αυτή ήταν η O’Dell.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, συνέχισε να εργάζεται στον χώρο της μουσικής, αλλά ένιωσε σιγά σιγά να απομακρύνεται από το «ροκ lifestyle». Μετά από χρόνια κατάχρησης ουσιών, αποφάσισε να κάνει στροφή: πήρε μεταπτυχιακό και έγινε θεραπεύτρια, δουλεύοντας με άτομα σε απεξάρτηση. «Είχα περάσει κι εγώ από εκεί – ήταν μια φυσική μετάβαση», λέει.
Μπορεί να έχασε επαφή με πολλούς από τους άνδρες ροκ σταρ που πλαισίωσαν τη ζωή της, αλλά διατήρησε στενούς δεσμούς με πολλές γυναίκες από εκείνη την εποχή. Σήμερα, μέσα από ένα κανάλι στο YouTube, συνομιλεί με γυναίκες όπως η Suzi Ronson και η May Pang, ενώ σχεδιάζει να δημοσιεύσει παλιότερες συνεντεύξεις της με τη Linda McCartney και άλλες εμβληματικές φιγούρες.
Η νέα ταινία “Miss O’Dell” επιστρέφει στις στιγμές που διαμόρφωσαν αυτή τη μοναδική ζωή. Από την Apple μέχρι το εξώφυλλο του Exile on Main St., από τον George Harrison μέχρι την περιοδεία με τους Echo and the Bunnymen, αποκαλύπτεται μια γυναίκα που δεν υπήρξε ποτέ απλώς κομπάρσος στη σκηνή της μουσικής – αλλά μια αθόρυβη δύναμη, ένας άνθρωπος που κέρδισε τον σεβασμό όλων.
«Έχω δουλέψει με πάνω από 21 συγκροτήματα. Ήμουν η πρώτη γυναίκα που πραγματικά έκανε καριέρα στον δρόμο. Και μπορώ να κοιτάξω πίσω και να πω: “Ναι. Αυτή ήταν μια κληρονομιά που άξιζε”».