Στις 20 Μαρτίου 1991, η ζωή του Έρικ Κλάπτον άλλαξε για πάντα. Ο πεντάχρονος γιος του, Κόνορ, έχασε τη ζωή του πέφτοντας από τον 53ο όροφο ενός ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη, βυθίζοντας τον διάσημο κιθαρίστα σε ανείπωτη θλίψη.
Ο Κόνορ ήταν γιος του Κλάπτον και του Ιταλίδας μοντέλου Λόρι ντελ Σάντο. Την τραγική εκείνη μέρα, η μητέρα του τον είχε πάει σε ένα φιλικό διαμέρισμα σε πολυτελές κτίριο της Νέας Υόρκης. Καθώς έπαιζε αμέριμνος, πλησίασε ένα ανοιχτό παράθυρο χωρίς προστατευτικό. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, γλίστρησε και έπεσε στο κενό, αφήνοντας πίσω του ένα απαρηγόρητο πατέρα.
Το σοκ για τον Κλάπτον ήταν τεράστιο. Εκείνη την περίοδο, προσπαθούσε να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του και να μείνει μακριά από το αλκοόλ. Μάλιστα, είχε προγραμματίσει να περάσει τη συγκεκριμένη μέρα μαζί με τον μικρό του γιο.
Μέσα από τον πόνο, βρήκε παρηγοριά στη μουσική. Το πένθος και η συντριβή του εκφράστηκαν μέσα από τη δημιουργία νέων τραγουδιών. Το πιο εμβληματικό από αυτά ήταν το «Tears in Heaven», ένα κομμάτι βαθιάς εξομολόγησης και θλίψης για το παιδί που χάθηκε τόσο άδικα.
Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1992 και συγκίνησε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Η ερμηνεία του Κλάπτον, γεμάτη συναίσθημα, έκανε το κομμάτι μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, κερδίζοντας βραβεία Grammy και χαράζοντας το όνομά του στη μουσική ιστορία όχι μόνο ως κορυφαίου κιθαρίστα, αλλά και ως καλλιτέχνη που μετουσίωσε τον ανείπωτο πόνο σε μελωδία.
Μετά από χρόνια εκτέλεσης του κομματιού στις συναυλίες του, ο Κλάπτον αποφάσισε να το αποσύρει από το ρεπερτόριό του. Όπως εξήγησε, είχε πια συμφιλιωθεί με την απώλεια και δεν ήθελε να αναβιώνει τη θλίψη κάθε φορά που το ερμήνευε.