Σαν σήμερα, πριν από 20 χρόνια, έφυγε από κοντά μας ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Μα η απουσία του είναι μόνο σωματική. Η φωνή του, ο τρόπος που τραγούδησε, οι ανατριχίλες που μας χάρισε, είναι ακόμα εδώ – κομμάτι της μνήμης μας, της ταυτότητάς μας, της ψυχής μας.
Δεν έμαθε ποτέ μουσική με τον τυπικό τρόπο. Δεν πέρασε από ωδεία, δεν μελέτησε τεχνικές. Κι όμως, όταν τραγουδούσε, ήταν σαν να άνοιγε μια πύλη: έβγαινε από μέσα του μια Ελλάδα γνήσια, αυθεντική. Η φωνή του δεν μιμούνταν κανέναν· ήταν ο εαυτός της. Σπάνια συνάντηση φυσικού χαρίσματος και βιωματικής σοφίας, με βάθος και ήθος που δεν διδάσκονται.
Ο Μπιθικώτσης δεν τραγουδούσε απλώς καλά. Ερμήνευε με μια συγκρατημένη, σχεδόν ιερή δύναμη. Δεν φλυαρούσε μουσικά. Ήξερε πότε να κρατήσει, πότε να αφήσει, πότε να συγκλονίσει με μια σιωπή. Όλα σε απόλυτη αρμονία: άρθρωση, χρώμα φωνής, συναίσθημα, παρουσία. Ήταν η φωνή ενός λαού που ήθελε να σηκώσει κεφάλι, να ελπίσει, να κλάψει, να χαμογελάσει.
Δεν είναι τυχαίο ότι έγινε σημείο αναφοράς για δεκάδες τραγουδιστές – οι περισσότεροι ξεκίνησαν πατώντας πάνω του. Τους ενέπνευσε, τους χάραξε δρόμο. Από τον Νταλάρα ως τον Πουλόπουλο, και από τον Μπάση μέχρι νεότερους καλλιτέχνες, όλοι του οφείλουν κάτι.
Μαζί με τη φωνή, κουβαλούσε και έναν σπάνιο σεβασμό για τη μουσική. Είτε τραγουδούσε λαϊκά είτε ρεμπέτικα είτε μελοποιημένη ποίηση, η αλήθεια του ήταν η ίδια. Ο Βαμβακάρης είχε πει πως ήταν ο μόνος που μπορούσε να πει ρεμπέτικο «όπως πρέπει». Ο Παπαϊωάννου τον χαρακτήριζε «γίγαντα με ψυχή μάγκα και σεβασμό».
Ο Μπιθικώτσης είχε επίσης το χάρισμα να παντρεύει την ποίηση με τον λαό. Δεν είναι μικρό πράγμα να κάνεις τον Σεφέρη και τον Ελύτη τραγούδια που τραγουδήθηκαν σε καφενεία και πλατείες. Το κατάφερε, με τη βοήθεια και την πίστη του Θεοδωράκη, γιατί η φωνή του είχε το ειδικό βάρος να κουβαλήσει τον λόγο χωρίς να τον προδώσει.
Ο ίδιος, παιδί μιας φτωχής οικογένειας από το Περιστέρι, είχε ξεκινήσει τη ζωή του σαν υδραυλικός. Μάλιστα, λίγο έλειψε να αφήσει το τραγούδι και να μείνει εκεί. Ευτυχώς, η ζωή είχε άλλα σχέδια. Τον βρήκε ο Μίκης – ή ίσως τον βρήκε το τραγούδι που τον διάλεξε.
Και μετά; Μετά έγινε κομμάτι της ιστορίας μας.
Ακόμα κι όταν ένας ξένος, όπως ο Ντέιβιντ Μπερν των Talking Heads, άκουσε τυχαία στο ραδιόφωνο τη φωνή του, ρώτησε «ποιος είναι αυτός;». Γιατί δεν χρειαζόταν να ξέρεις ελληνικά για να νιώσεις τη δύναμη αυτής της φωνής.
Όπως είπε και ο Δήμος Μούτσης, ο Μπιθικώτσης δεν χαρακτήρισε μια εποχή· ήταν η εποχή του. Μια φωνή που δεν απευθυνόταν μόνο στα αυτιά, αλλά χτυπούσε κατευθείαν στην καρδιά.