Στις 8 Απριλίου 1994, το σώμα του Κερτ Κομπέιν ανακαλύπτεται στο σπίτι του στο Σιάτλ. Ένα κυνηγετικό όπλο ακουμπά ανάμεσα στα γόνατά του. Η ιατροδικαστική έρευνα τοποθετεί τον θάνατό του τρεις μέρες πριν, στις 5 Απριλίου. Το τραγικό φινάλε μιας ζωής γεμάτης αντιφάσεις και αγωνία.
Ο Κομπέιν δεν ήταν ποτέ άνετος με τη λάμψη της διασημότητας. Αντιθέτως, την αντιμετώπιζε ως έναν τοίχο που υψωνόταν ανάμεσά του και σε όσα θεωρούσε αυθεντικά. Ήταν ένας μουσικός με βαθιά ευαισθησία, κοινωνικά περιθωριοποιημένος, που αθέλητα βρέθηκε στο επίκεντρο της παγκόσμιας μουσικής σκηνής ως φωνή της «Generation X».
Ο φίλος του, Greg Sage, από την underground punk σκηνή, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η επιτυχία ήταν γι’ αυτόν σαν αδιέξοδο. Δεν υπήρχε άλλη κατεύθυνση, μόνο προς τα κάτω».
Η επιτυχία των Nirvana, και ειδικά του άλμπουμ Nevermind του 1991, μεταμόρφωσε το grunge από περιφερειακό φαινόμενο του Βορειοδυτικού Ειρηνικού σε διεθνές κίνημα. Ο ύμνος «Smells Like Teen Spirit» καθιέρωσε τον Κομπέιν ως έναν απρόθυμο ηγέτη. Όμως, κάτω από αυτή την εκρηκτική δημόσια εικόνα, πάλευε με χρόνιους πόνους, κατάθλιψη και βαθιά υπαρξιακή θλίψη.
Η σχέση του με την τραγουδίστρια Κόρτνεϊ Λαβ, αν και παθιασμένη, συχνά κινούνταν σε τροχιά αυτοκαταστροφής. Μόλις λίγους μήνες μετά την αρχή του δεσμού τους, ανακοίνωσαν την εγκυμοσύνη της στην κόρη τους, Φράνσις Μπιν. Η συμβίωσή τους σφραγίστηκε από εντάσεις, καταχρήσεις και την αστάθεια που γεννούσε η διαρκής εσωτερική πάλη του Κομπέιν.
Αντιμετωπίζοντας σωματικά και ψυχικά προβλήματα από νεαρή ηλικία, κατέφυγε στη χρήση ηρωίνης ως «ανακούφιση» από τον πόνο. Το 1994, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες αποτοξίνωσης και μία προηγούμενη απόπειρα αυτοκτονίας, έδωσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του.
Το αποχαιρετιστήριο γράμμα του, απευθυνόμενο στον φανταστικό του φίλο από την παιδική ηλικία, Boddah, είναι ένα οδυνηρό καταστάλαγμα της εσωτερικής του αποξένωσης. Ο Κομπέιν εξομολογείται πως η μουσική, κάποτε το πάθος και το καταφύγιό του, δεν του προσέφερε πια καμία συγκίνηση. Περιγράφει τον εαυτό του ως ευαίσθητο μέχρι σημείου παράλυσης, γεμάτο ενοχές, κόπωση και απογοήτευση.
Αν και αναγνωρίζει την αγάπη που δέχτηκε, ειδικά από την οικογένειά του, καταλήγει στο ότι δεν μπορεί να συνεχίσει. Ο φόβος του ότι θα βλάψει την κόρη του με την παρουσία του τον οδηγεί στην τελική του απόφαση.
Οι τελευταίες του λέξεις είναι μια οδυνηρή υπενθύμιση της ευθραυστότητας πίσω από τη λάμψη: «Είναι καλύτερα να καείς παρά να σβήσεις».