“Η Σκάλα” είναι το τρίτο τραγούδι από το άλμπουμ “Μήπως να κάνουμε μια Παύση?”, και για πρώτη φορά, εγώ η ίδια έκανα πράγματι παύση. Δεν θα το είχα κάνει αν το σώμα και η ψυχή μου δεν το απαιτούσαν τόσο επίμονα—ευτυχώς, δεν σήκωναν αμφισβήτηση.
Χωρίς καμία πρόθεση, γεννήθηκε ένας ακόμα δίσκος. Οργανικά. Σαν να υπήρχε ήδη και απλώς έπρεπε να τον ακολουθήσω. Ο Λάο Τσε ονομάζει αυτή τη διαδικασία “Βουβέι”, εγώ την αποκαλώ Ταλαιπωρία. Και ταυτόχρονα, Ευλογία και Ομορφιά.
Η αρχή του τραγουδιού ήρθε κατά τη διάρκεια ενός διαλογισμού—και μην φανταστείτε τίποτα γκουρουδίστικο, απλώς προσπαθώ να διατηρώ μια κάποια σχέση με αυτό το μονοπάτι. Ο διαλογισμός μιλούσε για μια σκάλα που ανηφορίζεις χωρίς να βλέπεις το τέλος της. Άρχισα να τραγουδάω τις πρώτες λέξεις σαν να υπήρχαν ήδη κάπου αλλού και απλώς τις μετέφερα. Όπως συμβαίνει με όλα τα τραγούδια που γράφονται μέσα στη ροή.
Το ολοκλήρωσα στο νησί, μέσα στην Παύση μου. Μέσα στην απελπισία, στη ματαίωση, στο κενό, αλλά και στην ησυχία, τη φύση, την ομορφιά, τη δύναμη, την ουσία. Η Σκάλα έχει μέσα της την αδάμαστη ορμή του ποταμού και την αγνή ευαλωτότητα ενός πρώτου βήματος. Μαζί. Ταυτόχρονα.
Ταυτόχρονα… Λέξη που μόλις πρόσφατα κατάλαβα πραγματικά. Μου αρέσει. Με ανακουφίζει. Δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Ούτε εμείς είμαστε ή το ένα ή το άλλο.
Γράφοντας αυτό το τραγούδι, βίωσα ξανά το μεγαλείο της φύσης, που πάντα ξέρει καλύτερα. Και συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο, αλλά και πόσο σπουδαίο, είναι να αφεθούμε σε αυτήν. Με δύναμη, αλλά και με χαλαρότητα. Μια δυναμική χαλαρότητα, όπως μ’ αρέσει να το λέω.
Αυτό ισχύει απέναντι στη ζωή, στις σχέσεις, σε όλα. Να ανεβαίνουμε ο καθένας τη δική του Σκάλα, στον χρόνο του και με τον τρόπο του. Με σεβασμό. Πρώτα σε εμάς και μετά στους άλλους.
Στέλνω αγάπη και ανυπομονώ να ακούσετε ολόκληρο το παιδί της Παύσης μου. Που πλέον δεν μου ανήκει. Είναι μια οντότητα που ξεκινά το δικό της ταξίδι σε αυτή την όμορφη και—ευτυχώς—απρόβλεπτη ζωή.