Η Ισραηλινή τραγουδίστρια που κατέκτησε τη διεθνή σκηνή, εντυπωσιάζοντας το κοινό με τη συνεργασία της με τους Sisters Of Mercy στο “Temple Of Love”, έχει φύγει από τη ζωή εδώ και αρκετά χρόνια. Ωστόσο, το έργο και η επιρροή της παραμένουν ζωντανά. Σήμερα, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία, ανατρέχουμε στην αξιοθαύμαστη καριέρα και την πολυσχιδή προσωπικότητά της.
Η Ofra Haza έφυγε από τη ζωή πρόωρα, σε ηλικία μόλις 42 ετών. Παρότι πέρασαν περισσότερες από δύο δεκαετίες από τον θάνατό της, η φωνή και η κληρονομιά της παραμένουν αναλλοίωτες. Το 2023, το περιοδικό Rolling Stone την κατέταξε στις 200 καλύτερες φωνές «όλων των εποχών», εξυμνώντας την «θαυμαστή μέτζο σοπράνο» της.
Η συμβολή της στη μουσική σκηνή του Ισραήλ υπήρξε καταλυτική. Κατέχει το ρεκόρ για το single με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία της χώρας (το “Im Nin’alu” του 1988) και υπήρξε η πρώτη Ισραηλινή καλλιτέχνιδα που προτάθηκε για βραβείο Grammy. Η Ofra Haza έφτασε στη διεθνή αναγνώριση όταν το remix του “Temple Of Love” με τους Sisters Of Mercy την κατέστησε παγκόσμιο φαινόμενο, καθηλώνοντας το κοινό με την παρουσία και τη φωνή της.
Ταπεινές ρίζες και πρώτα βήματα
Η πραγματική της ιστορία ξεκινά σε μια φτωχογειτονιά του Τελ Αβίβ, όπου η Bat Sheva Haza –όπως ήταν το πραγματικό της όνομα– μεγάλωσε μαζί με τα επτά αδέλφια της. Οι γονείς της ήταν Εβραίοι μετανάστες από την Υεμένη, και η μητέρα της, μια περιζήτητη τραγουδίστρια παραδοσιακών ύμνων, ήταν εκείνη που της κληροδότησε το ταλέντο και την αγάπη για τη μουσική. Ωστόσο, το παραδοσιακό οικογενειακό περιβάλλον τους, αν και θρησκευτικό, δεν ήταν αυστηρά δογματικό. Αυτή η ισορροπία ανάμεσα στο θρησκευτικό και το κοσμικό θα καθόριζε αργότερα την καλλιτεχνική της πορεία.
Το 1971, ο σκηνοθέτης Betzalel Aloni –ο οποίος υπήρξε καθοριστικός για την καριέρα της– την ανακάλυψε σε ηλικία 13 ετών στο θεατρικό εργαστήρι της γειτονιάς της, Shechunat Hatikvah Workshop Theatre. Μέσω αυτού του χώρου, η Ofra Haza έκανε τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα, τραγουδώντας και συμμετέχοντας σε μιούζικαλ, ενώ το 1974 ηχογράφησε το πρώτο της τραγούδι σε δίσκο, ξεδιπλώνοντας σταδιακά τις φωνητικές της δυνατότητες.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Haza είχε αρχίσει να καθιερώνεται στη μουσική σκηνή του Ισραήλ, αλλά η πραγματική αναγνώριση ήρθε το 1983, όταν εκπροσώπησε τη χώρα της στη Eurovision με το τραγούδι “Chai”. Η εμφάνισή της δεν ήταν μόνο μια μουσική στιγμή –ήταν ένα σύμβολο αντοχής και περηφάνιας για το Ισραήλ, καθώς το τραγούδι, με τον στίχο «το Ισραήλ είναι ζωντανό», ήρθε δεύτερο, κερδίζοντας τις καρδιές του κοινού. Η Ofra Haza, τότε, έγινε η απόλυτη εθνική σταρ.
Η διεθνής εκτόξευση
Παρά τη μεγάλη επιτυχία στην πατρίδα της, η Ofra Haza αποζητούσε τη διεθνή καταξίωση. Ο δίσκος της “Shirey Teyman” (1984), εμπνευσμένος από τις παραδόσεις των Εβραίων της Υεμένης, αν και δεν είχε την επιθυμητή απήχηση στο Ισραήλ, άνοιξε νέους ορίζοντες εκτός συνόρων. Το “Im Nin’Alu”, ένα θρησκευτικό κομμάτι του 17ου αιώνα σε μοντέρνα επανεκτέλεση, έγινε χορευτική επιτυχία και την τοποθέτησε στο παγκόσμιο μουσικό προσκήνιο.
Η συνέχεια ήρθε με το άλμπουμ “Shaday” (1988), όπου το remix του “Im Nin’Alu” κατέκτησε τα charts σε Ευρώπη, Ηνωμένες Πολιτείες και Ασία, ενώ το τραγούδι χρησιμοποιήθηκε και στο remix του “Paid in Full” από το διάσημο hip-hop ντουέτο Eric B. & Rakim. Ο διεθνής Τύπος τη χαρακτήρισε «Μαντόνα της Μέσης Ανατολής», καθώς κατάφερε να συνδυάσει παραδοσιακά εβραϊκά στοιχεία με τη δυτική pop και ηλεκτρονική μουσική.
Πολιτικές απόψεις και τραγικός θάνατος
Παρά τη μεγάλη αναγνώριση, η ζωή της Ofra Haza δεν ήταν εύκολη. Στα γραπτά της για την ισραηλινή εφημερίδα “Ma’ariv”, μίλησε ανοιχτά για την ανάγκη ειρήνης και συμφιλίωσης με τους Παλαιστίνιους, στηρίζοντας το όραμα του Γιτζάκ Ράμπιν, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1995. Η ίδια προκάλεσε συζητήσεις και για την προσωπική της ζωή, καθώς αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις συντηρητικές κοινωνικές προσδοκίες της εποχής.
Ο θάνατός της, τον Φεβρουάριο του 2000, σόκαρε το Ισραήλ. Αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι αιτία του θανάτου της ήταν το AIDS, μια ασθένεια που παραμένει δαιμονοποιημένη στη χώρα της εκείνη την εποχή. Η Ofra Haza, φοβούμενη τον κοινωνικό στιγματισμό, απέκρυψε την ασθένειά της, ακόμα και από τους γιατρούς της. Το τραγικό τέλος της αποτέλεσε αφορμή για να ανοίξει μια δημόσια συζήτηση γύρω από την ασθένεια και τις προκαταλήψεις της κοινωνίας.
Η κληρονομιά της Ofra Haza
Η Ofra Haza δεν ήταν απλώς μια τραγουδίστρια. Ήταν μια γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, μια γυναίκα που κατάφερε να αναδείξει τις ρίζες της και να τις παντρέψει με τη σύγχρονη μουσική κουλτούρα. Παρά τη σύντομη ζωή της, άφησε πίσω της ένα πλούσιο έργο, γεμάτο πολιτιστική κληρονομιά και καλλιτεχνική καινοτομία.
Η μνήμη της ζει μέσα από τα τραγούδια της –μια υπενθύμιση ότι η μουσική μπορεί να ενώσει ανθρώπους και πολιτισμούς, ακόμη και στις πιο διχαστικές εποχές.