Η ιστορία πίσω από το τραγούδι που ενσάρκωσε την ταξική οργή των 90s και παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ.
Τρεις δεκαετίες έχουν περάσει από τότε που το Common People των Pulp κυκλοφόρησε και, αντί να ξεθωριάζει, μοιάζει πιο επίκαιρο και ζωντανό από ποτέ. Και όμως, πίσω από το ύμνο της Britpop εποχής κρύβεται μια σχεδόν τυχαία δημιουργία, γεμάτη αμφιβολία, απορρίψεις — και μια μυστηριώδη Ελληνίδα.
Στις αρχές του 1995, το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο στη Βρετανία βράζει. Οι Τόρις είναι σε αποδρομή, η Britpop στα πάνω της και στο στούντιο Town House στο δυτικό Λονδίνο, οι Pulp προσπαθούν να δώσουν μορφή σε ένα κομμάτι που μοιάζει… αδιάφορο. «Δεν πήγαινε πουθενά», λέει ο ντράμερ Nick Banks. Ο ίδιος ο Jarvis Cocker, που είχε γράψει το riff στα πλήκτρα, το χαρακτήρισε “πιασάρικο, αλλά τίποτα το ιδιαίτερο”. Ο μπασίστας Steve Mackey ήταν πιο ωμός: «Ακουγόταν σαν σκουπίδι.»
Μόνο η Candida Doyle, στα keyboards, διέκρινε κάτι ξεχωριστό. «Ήταν η απλότητα του – ένιωθες ότι είναι κάτι δυνατό», είπε.
Η “μαγεία” άρχισε όταν οι Pulp σταμάτησαν να προσπαθούν να κρατήσουν τον ρυθμό σταθερό και άφησαν το κομμάτι να “τρέξει”. Το αποτέλεσμα; Ένα τραγούδι που ανεβάζει ταχύτητα σαν ακυβέρνητο τρένο, δημιουργώντας μια αίσθηση έντασης και απελευθέρωσης. «Ήταν ένα ευτυχές ατύχημα», λέει ο Banks.
Pulp – “Got To Have Love”: Η επιστροφή με ένα τραγούδι που αναβλύζει έρωτα
Αλλά δεν είναι μόνο η μουσική που καθιέρωσε το Common People. Είναι οι στίχοι του. Από την Ελληνίδα φοιτήτρια στο St Martin’s College που «ήρθε από την Ελλάδα με δίψα για γνώση», μέχρι τη δριμεία κριτική στις κοινωνικές ανισότητες, το τραγούδι δίνει φωνή σε μια γενιά. Αν και ο Jarvis Cocker ποτέ δεν κατονόμασε τη μούσα του, η Δανάη Στράτου – σύζυγος του Γιάνη Βαρουφάκη – έχει αναφερθεί ως η πιθανή έμπνευση. Ο ίδιος ο Βαρουφάκης είπε κάποτε: «Ήταν η μόνη Ελληνίδα φοιτήτρια γλυπτικής στο St Martin’s εκείνη την εποχή. Κι από προσωπική εμπειρία, είναι πολύ συναρπαστικό πρόσωπο.»
Αν και το τραγούδι δεν έφτασε ποτέ στην κορυφή των charts, ο ιστορικός της pop Jonathan Rice τονίζει πως ανήκει στην ίδια κατηγορία με το Strawberry Fields και το Vienna — κομμάτια που ξεπέρασαν τα νούμερα και έμειναν στην ιστορία. «Το Common People καθόρισε μια γενιά. Αντανακλούσε την οργή, την ειρωνεία και την επιθυμία για αλλαγή.»
Ο καθηγητής μουσικής Eric Clarke εξηγεί πως το τραγούδι μιξάρει φτηνά συνθετικά στοιχεία με έντονη ενέργεια και ένα επικό ρεφρέν. «Ακούγεται σαν ξέσπασμα, σαν απελευθέρωση από τη ματαίωση», σημειώνει. Και πράγματι, εκεί ακριβώς έγκειται η διαχρονικότητα του.
Το Common People δεν είναι απλώς ένα τραγούδι. Είναι μια ακουστική γροθιά στην υποκρισία, ένα κάλεσμα προς την αυθεντικότητα και —ίσως κυρίως— μια μελωδική υπενθύμιση ότι ακόμα και το “σκουπίδι”, στα σωστά χέρια, μπορεί να γίνει διαμάντι.