Τέσσερις δεκαετίες μετά, το «Cut The Crap» παραμένει η πιο αμφιλεγόμενη στιγμή στην ιστορία των The Clash — το άλμπουμ που έβαλε τέλος σε ένα από τα πιο επιδραστικά συγκροτήματα της rock μουσικής. Πώς μια μπάντα που άλλαξε τον ήχο μιας εποχής έφτασε στο σημείο να διαλυθεί μέσα από το ίδιο της το δημιούργημα;
Το 1985, οι The Clash κυκλοφόρησαν το «Cut The Crap», ένα άλμπουμ που γράφτηκε με ένταση, κυκλοφόρησε με αμηχανία και έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα πιο παρεξηγημένα — ή καλύτερα, καταστροφικά — έργα των ’80s. Σαράντα χρόνια μετά, παραμένει σύμβολο του πώς μια μεγάλη μπάντα μπορεί να καταρρεύσει κάτω από το ίδιο της το βάρος, τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις που την καθόρισαν.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι The Clash ήταν ήδη μύθος. Είχαν κυριαρχήσει με πέντε διαδοχικά άλμπουμ που έγραψαν ιστορία: από το ωμό, επαναστατικό «The Clash» του 1977, μέχρι το θρυλικό «London Calling» — το άλμπουμ που το Rolling Stone χαρακτήρισε ως «το καλύτερο των Eighties». Ακολούθησαν το πολυσχιδές «Sandinista!» και το «Combat Rock», με επιτυχίες όπως τα «Rock the Casbah» και «Should I Stay or Should I Go». Οι Clash είχαν καταφέρει κάτι σπάνιο: να είναι πολιτικοί χωρίς να γίνονται διδακτικοί, και ποπ χωρίς να προδίδουν το punk DNA τους.
Όμως, το 1983, η φλόγα έσβησε απότομα. Ο Joe Strummer απέλυσε τον Mick Jones, κατηγορώντας τον ότι είχε «ξεπουληθεί» και απομακρυνθεί από τις ρίζες του συγκροτήματος. Ήταν μια απόφαση που, αν και φαινομενικά ιδεολογική, έμελλε να κοστίσει τη ζωή της μπάντας. Ο Jones δεν ήταν απλώς κιθαρίστας — ήταν η μελωδική ψυχή του γκρουπ, το αντίβαρο στην ωμή ενέργεια του Strummer.
📌 Διαβάστε Επίσης: Beatles vs Rolling Stones: Το “And Your Bird Can Sing” του John Lennon και η μουσική κόντρα που άλλαξε τη rock
Μετά τον χωρισμό, ο Strummer και ο μπασίστας Paul Simonon προσπάθησαν να ξαναστήσουν τους Clash από την αρχή. Προσέλαβαν νέους, άγνωστους μουσικούς — τον Nick Sheppard, τον Vince White και τον ντράμερ Pete Howard — με την ελπίδα ότι θα ξαναβρουν τη «λαϊκή ενέργεια» των πρώτων χρόνων. Αντί όμως να επιστρέψουν στις punk ρίζες τους, βρέθηκαν να πειραματίζονται με drum machines, συνθετικά beats και μηχανικούς ήχους.
Το αποτέλεσμα ήταν το «Cut The Crap». Από τις πρώτες νότες, οι φαν κατάλαβαν ότι κάτι είχε πάει στραβά. Ο δίσκος έμοιαζε περισσότερο με κακή απομίμηση των Clash παρά με δικό τους έργο. Οι στίχοι ήθελαν να είναι πολιτικοί, αλλά ακούγονταν πρόχειροι· οι παραγωγές ήταν γεμάτες τεχνητά φωνητικά, ψηφιακές κιθάρες και ηλεκτρονικά τύμπανα. Ακόμη και ο τίτλος, «Cut The Crap», έμοιαζε ειρωνικά προφητικός: ένα άλμπουμ που καλούσε το κοινό να «κόψει τις βλακείες», ενώ το ίδιο ήταν το αποκορύφωμα της μουσικής σύγχυσης.
Η πιο γνωστή στιγμή του δίσκου, το «This Is England», είναι ίσως και η μοναδική που θυμίζει την ψυχή των Clash. Ο Strummer τραγουδά για την Αγγλία των κοινωνικών ανισοτήτων, της ανεργίας και της απογοήτευσης, ενώ ένας beatbox ρυθμός αντικαθιστά το παραδοσιακό punk tempo. Είναι ένα τραγούδι που αποπνέει μελαγχολία, σαν εξομολόγηση ενός καλλιτέχνη που ξέρει ότι το όραμά του καταρρέει.
📌 Διαβάστε Επίσης: The Beatles: Το “White Album” που George Martin και Ringo Starr θεώρησαν λάθος
Όταν το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1985, η υποδοχή ήταν καταστροφική. Οι κριτικοί το αποκαλούσαν «φιάσκο», «παρωδία», «το τέλος μιας εποχής». Οι ίδιοι οι Clash προσπάθησαν να το αποκηρύξουν. Ο Strummer δήλωσε λίγους μήνες αργότερα: «Ήταν ένα πλήρες χάος. Δεν άκουσα ποτέ το τελικό μιξ μέχρι να βγει στα δισκοπωλεία. Ντράπηκα».
Την ίδια περίοδο, ο Mick Jones κυκλοφορούσε το ντεμπούτο των Big Audio Dynamite, γεμάτο φρέσκες ιδέες και hip-hop στοιχεία, με το single «E=MC2» να γίνεται επιτυχία. Η αντίθεση ήταν σκληρή: ενώ ο Strummer προσπαθούσε να κρατήσει ζωντανό το punk όραμά του, ο Jones έδειχνε τον δρόμο για το μέλλον.
📌 Διαβάστε Επίσης: “Smoke on the Water”: Η ιστορία πίσω από το πιο εμβληματικό τραγούδι των Deep Purple
Παρά τις αδυναμίες του, το «Cut The Crap» δεν ήταν προϊόν κυνισμού. Ο Strummer πίστευε ότι υπηρετούσε έναν σκοπό, ότι έπρεπε να υπερασπιστεί την αλήθεια της rock απέναντι στη βιομηχανία. Μόνο που το έκανε με τα λάθος εργαλεία. «Είμαι ρομαντικός, όχι θεωρητικός», είχε πει. «Κάθε φορά που έγραφα, ήθελα να πω κάτι ειλικρινές. Απλώς δεν είχα το σωστό πλαίσιο για να το κάνω».
Σήμερα, 40 χρόνια μετά, το «Cut The Crap» λειτουργεί σαν μουσικό επιμύθιο. Μπορεί να είναι αποτυχημένο, αλλά είναι ανθρώπινο — ένα έργο που αποκαλύπτει το χάος, την εμμονή και την ευαλωτότητα πίσω από τη δημιουργία. Και αν το συγκρότημα τελείωσε εκεί, ο Joe Strummer βρήκε αργότερα τη λύτρωσή του μέσα από τη σιωπή. Απείχε από τη μουσική βιομηχανία για χρόνια, αποφεύγοντας επανενώσεις και νοσταλγικά “revivals”. Όταν πέθανε το 2002, στα 50 του, είχε ήδη γίνει κάτι παραπάνω από μουσικός: ένας θρύλος που αρνήθηκε να διαστρεβλώσει το παρελθόν του.
Η ιστορία των Clash δεν τελείωσε με το «Cut The Crap». Τελείωσε με τη συνειδητοποίηση ότι το πάθος μπορεί να γίνει αυτοκαταστροφικό, και ότι ακόμη και οι πιο ειλικρινείς επαναστάτες μπορούν να χαθούν στον δρόμο της πίστης τους. Κι όμως, αυτή είναι η γοητεία των Clash — ότι έζησαν, έπεσαν και άφησαν πίσω τους έναν μύθο που κανείς δεν μπόρεσε να αντιγράψει.
Γιατί, στο τέλος, το «Cut The Crap» δεν ήταν απλώς μια αποτυχία· ήταν το τέλος ενός κεφαλαίου που ποτέ δεν θα μπορούσε να γραφτεί ξανά.