Μπορεί να την έχουμε συνδέσει με μία από τις πιο χαρακτηριστικές ελληνικές συμμετοχές στη Eurovision, όμως η Ελπίδα δεν έφτασε εύκολα μέχρι εκεί. Όπως αποκάλυψε σε πρόσφατη ραδιοφωνική της συνέντευξη, για χρόνια πάλευε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στον ευρωπαϊκό διαγωνισμό – αλλά χωρίς… τις κατάλληλες γνωριμίες, έβλεπε τα τραγούδια της να μένουν στην απ’ έξω.
Κάθε χρόνο, κάθε φορά – το ίδιο αποτέλεσμα
«Έστελνα 2-3 τραγούδια κάθε χρόνο στη Eurovision», είπε. «Αλλά πάντα με απέρριπταν. Όχι επειδή δεν άρεσαν τα κομμάτια, αλλά επειδή δεν είχα μέσον. Είχα στείλει και τραγούδι με τον Γιάννη Σπανό, είχα στείλει και με τον Σταμάτη Κραουνάκη… και πάλι τίποτα».
Με αφοπλιστική ειλικρίνεια και καθόλου πικρία στη φωνή, η Ελπίδα μοιράστηκε την πραγματικότητα που έζησε – αυτή που ζούσαν και άλλοι καλλιτέχνες εκείνης της εποχής: ότι το ταλέντο δεν ήταν πάντα αρκετό. Η αποδοχή, η προώθηση και τελικά η ευκαιρία, συχνά περνούσαν μέσα από «παρασκηνιακές» διαδρομές.
Όταν τελικά πέρασε, δεν ήταν με το τραγούδι που ήθελε
Όπως είπε, τη χρονιά που τελικά επιλέχθηκε να πάει στη Eurovision, είχε στείλει δύο τραγούδια: το «Ντισκοτέκ» και τον «Σωκράτη». Εκείνο που πέρασε ήταν ο «Σωκράτης» – ένα τραγούδι-φόρος τιμής στον φιλόσοφο της αρχαιότητας, σε μουσική του Δώρου Γεωργιάδη και στίχους της Σώτης Τσιώτου. Το «Ντισκοτέκ» δεν επιλέχθηκε. «Δεν πειράζει», είπε, «έτσι είναι αυτά».
Το 1979, με τον «Σωκράτη», η Ελπίδα εκπροσώπησε την Ελλάδα στον διαγωνισμό και κατέλαβε την 8η θέση. Ήταν μια αξιόλογη εμφάνιση, σε μια χρονιά που νικήτρια αναδείχθηκε – για δεύτερη συνεχόμενη φορά – το Ισραήλ με το αλησμόνητο «Hallelujah».
Το παρασκήνιο πίσω από τις ευκαιρίες
Η μαρτυρία της Ελπίδας ρίχνει φως σε μια παλαιότερη – αλλά καθόλου ξεπερασμένη – πραγματικότητα: ότι πολλές φορές πίσω από μια «απόρριψη» δεν βρίσκεται το ταλέντο ή η αξία ενός καλλιτέχνη, αλλά η έλλειψη των κατάλληλων «πλατών». Και πως η επιμονή, η πίστη στον εαυτό και η αντοχή είναι αυτές που τελικά ανοίγουν τις πόρτες.
Η Ελπίδα, με την πορεία της και τον ήρεμο λόγο της, αποδεικνύει ότι οι στιγμές που αξίζουν δεν χάνονται – απλώς έρχονται όταν είσαι έτοιμος να τις υποδεχτείς.